- εὐανάτρεπτος
- εὐανάτρεπτοςeasy to upsetmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευανάτρεπτος — εὐανάτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα 2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα 3. ιατρ. ο φιλάσθενος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον (για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα τρεπτος… … Dictionary of Greek
εὐανάτρεπτον — εὐανάτρεπτος easy to upset masc/fem acc sg εὐανάτρεπτος easy to upset neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανατρέπτους — εὐανάτρεπτος easy to upset masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάτρεπτα — εὐανάτρεπτος easy to upset neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανάτρεπτοι — εὐανάτρεπτος easy to upset masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)